επίτροχος

επίτροχος
ἐπίτροχος, -ον (AM) [τροχός]
μσν.
αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)
2. γρήγορος, γοργός
3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῡντος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).
επίρρ...
ἐπιτρόχως
ταχέως, γοργά, γρήγορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίτροχος — running easily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροχώτερον — ἐπίτροχος running easily masc acc comp sg ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc comp sg ἐπίτροχος running easily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρόχως — ἐπίτροχος running easily adverbial ἐπίτροχος running easily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχον — ἐπίτροχος running easily masc/fem acc sg ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρόχῳ — ἐπίτροχος running easily masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχα — ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχοι — ἐπίτροχος running easily masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροχάζω — ἐπιτροχάζω (AM) [επίτροχος] μιλώ σύντομα και επιπόλαια, πραγματεύομαι με συντομία αρχ. καλπάζω ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • επιτροχώ — ἐπιτροχῶ, άω (Α) [επίτροχος] επιτρέχω, επιτροχάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”