- επίτροχος
- ἐπίτροχος, -ον (AM) [τροχός]μσν.αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)αρχ.1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)2. γρήγορος, γοργός3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῡντος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).επίρρ...ἐπιτρόχωςταχέως, γοργά, γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.